ἀποτσίρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσίρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτσίρι τό, Σίκιν. ’ποτσίρι Κίμωλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. *τσίρι<τσίρος.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἐντὸς ἀγγείου τῆς τυροκομίας μετὰ τὴν πῆξιν τοῦ τυροῦ ὑπολειπόμενον ὑγρὸν Σίκιν. 2)Ὑγρὸν ὑδατῶδες ἐκρέον τῆς πυτιᾶς, ὅταν ἁλατισθῇ Κίμωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA