ἀποχτενίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχτενίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποχτενίδι τό, ἀποχτενίδιν Κύπρ. ἀποχτενίδι κοιν. καὶ Τσακων. ἀπουχτενίδι Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀπουχτινίδ’ βόρ. ἰδιωμ. ’ποχτενίδι Κρήτ. Ρόδ. Σύμ. ἀποχτένιδο Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀποκτενίδι. Πβ. Ἀκολουθ. Σπανοῦ (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 2, 35) «τὰ ἀποκτενίδια τῶν γενείων αὐτῶν». Πβ. καὶ ἀρχ. ἐπικτένιον=ὁ κατὰ τὴν κατεργασίαν τοῦ λίνου κτλ. ἐπὶ τοῦ κτενίου ἀπομένων χνοῦς.

Σημασιολογία

Συνήθως πληθ. 1)Τὰ μετὰ τὸ κτένισμα ἐναπομένοντα ἐπὶ τοῦ κτενίου μαλλιὰ ἔνθ’ ἀν.: Δῶ μου τό χτένι, τὸ σαπούνι καὶ τ’ ἀποχτενίδιˬα σου Κρήτ. Ἡ νέα χτενίζεται καὶ τ’ ἀποχτενίδιˬα της μὲ ἕνα χτένι καὶ ἕνα καθρέφτη . . (ἐκ παραμυθ.) Αἴγιν. Τὸ χτένι ἔκη γιˬομάκιˬου ἀποχτενίδιˬα Τσακων. || ᾌσμ. Χτένισε τὰ μαλλάκιˬα σου, δῶ μου τ’ ἀποχτενίδιˬα νὰ κάμω πέντε χαμαλιˬὰ καὶ δέκα δαχτυλίδιˬα Κρήν. Τὰ κατσουρά σου τὰ μαλλιˬὰ νὰ τά ’χα ’ποχτενίδιˬα νὰ τά ’δινα τὸ χρυσοφὸ νὰ κάμω δαχτυλίδιˬα Ρόδ. Συνών. ἀποχτενίδα, ἀποχτένισμα, ἀπόχτενο. 2)Τὰ κατὰ τὴν ξάνσιν τῶν ἐρίων, λίνου κτλ. ἀπορρίμματα Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀποκτενίδι). Συνών. ἀπολαναρίδι, ἀπόμαλλο 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/