ἀποτσίρουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτσίρουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτσίρουλλο τό, Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀπότσιρο καὶ τῆς καταλ. -ουλλο.

Σημασιολογία

Ἀποτσιρόπουλλο, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Ποῦ ’ν’ τ’ ἀβγὰ τῆς ἑβδομάδας, | τ’ ἀποτσίρουλλα τῆς τάβλας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/