ἀποχτηνώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχτηνώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχτηνώνω λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποκτηνῶ.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τινὰ κτῆνος ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἀποχτήνωσε ἡ ζωή του. Ἀποχτηνώθηκε ἀπὸ τὸ πιˬοτὸ λόγ. σύνηθ. || Φρ. Νὰ ξεραθῇς καὶ ν’ ἀποχτηνωθῇς! (ἀρὰ) Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA