ἀποζούδιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζούδιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποζούδιˬο τό, Ζάκ. ἀποζούδι Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ζούδιˬο.

Σημασιολογία

1) Κακόσωμον, δύσμορφον, καχεκτικὸν ἀνθρωπάριον ἕνθ’ ἀν. Συνών. ἀποζούζουλο, ζούδιˬο, ζούζουλο. 2) Σκωπτικῶς, τὸ τελευταῖον ἐκ τῶν τέκνων Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/