ἀποζούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποζούρι τό, Ζάκ. Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ της προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ζούρα. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,189.

Σημασιολογία

1) Πᾶν τὸ τελευταῖον γεννηθέν, τὸ ὁποῖον πάντοτε παρουσιάζει ἀτροφίαν καὶ καχεξίαν, ἐπὶ καχεκτικῶν τέκνων, ζῴων καὶ καρπῶν ἔνθ’ ἀν.: Τ᾿ ἀποζούρι ᾽ναι τὸ κακόμοιρο καὶ ᾽ιˬὰ ’φτὸ δὲ μεγαλώνει ᾿Απύρανθ. Θαρεῖ κἀνεὶς πῶς εἶν᾽ ἀποζούρι, ἀποdὲ dὸ γνώρισα ’ναι τόσο αὐτόθ. ᾿Ετοῦτο τὸ ᾿ουρνάκι πρέπει πῶς εἶναι τ’ ἀποζούρι, ᾿ιˬατὶ εἶναι ζουρωμένο (’ουρνακι=γουρουνάκι) αὐτόθ. Ὅλα τ’ ἀποζούριˬα τῶ gυδωνιˬῶ τζ’ ἐμάζωξε κ’ ἤπεψέ μου τα αὐτόθ. || Γνωμ. Παντρεύτηκε ὁ γιˬὸς τοῦ Ζούρη, διˬαλέοντας διˬαλέοντας ἐπῆρε τ᾿ ἀποζούρι (ἐπὶ λίαν ἐκλεκτικοῦ γαμβροῦ ἀποτυγχάνοντος ἐν τέλει) Ζάκ. || ᾎσμ. ᾽Επαdρέψαμέ το πούρι | τοῦ χωριˬοῦ τὸ ἀποζούρι Κρήτ. Πβ. ἀποζούμι 5β. 2) Ἡ μετὰ τὸν τρυγητὸν ἀπομένουσα ἐπὶ τοῦ κλήματος μικρὰ σταφυλὴ Κρήτ. Συνών. καμπανάρι, κουδούνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/