ἀποχιˬονατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχιˬονατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχιˬονατίζω, ἀποονατίζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. χιˬονατίζω ἢ τοῦ ἐπιθ. χιˬονᾶτος.
Σημασιολογία
Καθαρίζω ἀπὸ τὸ χιόνι ὁδούς, στέγας καὶ καθόλου μέρη χιονοσκεπῆ ἔνθ’ ἀν.: Ἀποονάτιξον τὸ στεγάδιν (τὴν στέγην) Κερασ. ἐπεονάτσα τὸ στέβος (τὴν στέγην) Τραπ. ἀποονάτσα τὸ ρδανὶν (τὸ δῶμα) Χαλδ. Συνών. ἀποχιˬονίζω 1, ἀποχιˬονώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA