ἀπόζυμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόζυμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόζυμο τό, ἀμάρτ. ἀπόζ’μο Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ ζύμη . Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,189.
Σημασιολογία
Ὁ ἐκ τῆς τελευταίας ζύμης κατασκευαζόμενος ἄρτος δι᾿ ἀποξέσεως τοῦ πίνακος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA