ἀποζυμώτρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζυμώτρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποζυμώτρα ἡ, ’Ιων. (Κρήν.) Κρήτ. -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ. ἀπουζ’μώτρα Σάμ. ἀποζομώτρα Ἰκαρ ἀποζυμώστρα Κύθν. -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποζυμώνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -τρα . ’Ιδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 183 κἑξ. Ὁ τύπ. ἀποζομώτρα κατ᾽ ἀφομ. ᾿Ιδ. ΜΦιλήντ. Γλωσσογν. 3,141.
Σημασιολογία
Ἡ περατώσασα τὸ ζύμωμα γυνή, ἡ ὁποία συνήθως εἶναι κατάκοπος ἕνεκα τῆς ἐργασίας ταύτης ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Στέτσεσαι σὰν τὴν ἀποζυμώστρα (ἐπὶ ἀνθρώπου κατακόπου, ἀδρανοῦς, χαύνου) Κύθν. Ἤκατσες σὰν τὴν ἀποζυμώτρα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀδιαφόρου, ὀκνηροῦ) Κρήν. ’Απόμεινε σὰν τὴν ἀποζυμώστρα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀναύδου, ἀναπολογήτου μένοντος μετ’ ἀποκάλυψιν σφάλματός τινος αὐτοῦ) Κύθν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA