ἀποθαλασσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθαλασσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθαλασσώνω Θήρ. -Λεξ. Δημητρ. Μές. ἀποθαλασσώνομαι λόγ. Πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θαλασσώνω.
Σημασιολογία
1) 'Εκφεύγων τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν ἔρχομαι εἰς μέρος ὑπήνεμον Θήρ.: Ν’ ἀποθαλασσώσῃ ἡ βάρκα νὰ σὲ ξεbαρκάρω. β) Μέσ’ ἀφίπταμαι τῆς θαλάσσης λόγ. πολλαχ.: ᾿Αποθαλασσώθηκε τὸ ὑδροπλάνο. Τὸ ὑδροπλάνο εἶναι ἀποθαλασσωμένο. 2) Μεταφ. ἐπιφέρω πλήρη σύγχυσιν, ἀταξίαν, ἀκαταστασίαν Λεξ. Δημητρ.: Μπήκανε ᾿ς τὰ πράματα καὶ τ’ ἀποθαλάσσωσαν. Συνών. ἀποπελαγώνω, θαλασσοποιῶ, θαλασσώνω, πελαγώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA