ἀποχορτάρισμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχορτάρισμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποχορτάρισμαν τό, Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχορταρίζω.

Σημασιολογία

Καθάρισμα ἀγροῦ ἢ κήπου ἢ φυτοῦ δι’ ἀποσπάσεως τῶν παρασίτων χόρτων ἔνθ’ ἀν.: Ἀφ’σ’ τῆ μπαχτὲς τ’ ἀποχορτάρισμαν καὶ πότσον τὰ δεντρὰ Τραπ. Συνών. βοτάνισμα, ξεχορτάρισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/