ἀποχουμμίσκουμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχουμμίσκουμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχουμμίσκουμαι Πόντ. (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ Τουρκ. humma=πυρετός.
Σημασιολογία
Ἐξασθενῶ, ἐξαντλοῦμαι ἐκ νόσου ἢ καμάτου ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεχουμμίστα κ’ ἐκοιμέθα Κερασ. Ἀσ’ σὸ πολλὰ τὸ ’γανάχτεμαν ἐπεχουμμίστα (ἐκ τοῦ πολλοῦ καμάτου ἐξηντλήθην, ἐξησθένησα) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA