ἀποθαρῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθαρῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποθαρῶ Μποὲμ ᾿Αγριολούλ. 85 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπουθαρῶ Μακεδ. (Θεσσαλον.) ’ποθαρῶ Κύπρ. (᾿Αμμόχ. κ.ἀ.) ’πουθαρῶ Μακεδ. (Θεσσαλον.) ᾽ποχαρῶ Κύπρ. (᾿Αμμόχ.) ᾿πουθαῶ Σαμοθρ. Μέσ. ᾽ποθαρκοῦμαι Κύπρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποθαρῶ.

Σημασιολογία

1) Λαμβάνω θάρος, ἀποτολμῶ Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾽Αποθάρησε νὰ κάμῃ τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν εὐτυχισμένη στιγμὴ Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Οἰκον. 16,6 «ἱκανῶς ἤδη μοι δοκῶ ἀποτεθαρηκέναι». Συνών. ἀποθαρεύω 1, ἀποθαρύνω 2, ξεθαρεύω. 2) ’Ενεργ. καὶ μέσ. ἐμπιστεύομαί τινα ἤ τι εἴς τινα Κύπρ.: ᾿Εποθάρησέν του τὰ ρηάλιˬα. Τὴν κόρην της ᾿ὲν τὴν ᾿ποθαρεῖ κἀμ-μιˬᾶς. Τὸ κτηνόν μου ᾿ὲν τὸ ᾽ποθαρῶ κἀνενοῦ (κτηνὸν=ὑποζύγιον). ᾿Εγιˬὼ ᾿ποθαρκοῦμαι τους. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 2183 (ἔκδ. JSchmitt) «τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν καὶ φιλοπροσωπίαν | ν᾿ ἀποθαρέσῃ εἰς αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἀπεργώσει». Συνών. ἀποθαρεύω 3. β) Εἰδικῶς ἐπὶ τῶν συναλλασσομένων ἐμπορικῶς, παρέχω πίστωσιν Κύπρ.: Ὁ ψουμᾶς ᾽ὲν μᾶς ᾽ποθαρεῖ πκεˬὸν (πλέον). ᾿Εν μοῦ ἐποθάρησεν ἐμέναν. 3) ᾿Αφίνω, ἔγκατα λείπω Κύπρ. (᾿Αμμόχ. κ.ἀ.): Τὸ μωρὸν ᾿ὲν ποθαρεῖ τῆς μάννας του Κύπρ. || Φρ. ᾿Εν σοῦ ’ποθαρῶ ἢ ’ποχαρῶ ἀχνάριν (οὐδὲ βῆμα σὲ ἀφίνω μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην) ᾿Αμμόχ. Συνών. ἀποθαρεύω 4. 4) ’Αποβάλλω τὸ θάρος, τὴν ἐλπίδα, ἀπελπίζομαι Μακεδ. (Θεσσαλον.) Σαμοθρ.: ᾽Απουθάϊσα πλεˬά, δὲν ἔχου ἰλπίδα πῶς ’αὰ ζήσου (ἀὰ=θὰ) Σαμοθρ. Καὶ μετβ. ἀποβάλλω τὴν περί τινος ἐλπίδα Σαμοθρ.: Δὲν ἔκλουσε ἀκόμα ἀπ᾽ τοὺ στραατὸ κὶ dοὺν ἀπουθαέσαμ’ (δὲν ἐπέστρεψεν ἀκόμη ἀπὸ τὸν στρατὸν καὶ ἀπωλέσαμεν πᾶσαν ἐλπίδα περὶ αὐτοῦ). Συνών ἀποθαρύσκομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/