ἀποθερισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθερισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποθερισιˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ. ἀπουθιρ’σιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθερίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Τὸ τέλος τοῦ θερισμοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Πῆγα κ᾽ ἰγὼ τοὺ βράδ’ νὰ βουηθήσου, ἀλλὰ τ᾿ς ηὗρα ᾽ς τ᾿ν ἀπουθιρ’σιˬά. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποθέρι 2. 2) Τὸ μέρος τοῦ ἀγροῦ ὅπου σταματᾷ προσκαίρως ὁ θερισμὸς ἐπερχομένης ἑσπέρας διὰ νὰ ἐπαναληφθῇ τὴν ἑπομένην Στερελλ (Αἰτωλ.): Κρύψ’ τοὺ δριπά’ ’ς τὴν ἀπουθιρ’σιˬὰ γιˬὰ νὰ τοὺ βρῇς πίσου ταχεˬά. 3) Ἡ ἀφινομένη διαρκοῦντος τοῦ θερισμοῦ στενὴ ἀθέριστος λωρὶς μεταξὺ δύο θεριζόντων ὁμίλων Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA