ἀποθερισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθερισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποθερισμὸς ὁ, Λεξ. ᾿Ηπίτ. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀπουθιρ’σμὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποθερίζω.
Σημασιολογία
Ἀποθέρισμα , ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Πότι θὰ γί' ἀπουθιρ᾿σμός; -Τώρᾳ τοὺν Ἁλουνάρ᾽ εἶνι ἀπουθιρ’σμὸς Αἰτωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποθέρι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA