ἀποθεσιμα͜ιὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθεσιμα͜ιὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποθεσιμα͜ιὸ τό, ἀμαρτ. ἀπουθισ’μα͜ιὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀπόθεσα ἀορ. τοῦ ρ. ἀποθέτω καὶ τῆς καταλ. –ιμα͜ιὸ < -ιμαῖος, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 22 (1910) 240 κἑξ.
Σημασιολογία
1) ᾿Αποταμίευσις: Δὲν ἔκαμι ἀπουθισ’μα͜ιὸ ’ς τὰ νεˬᾶτα τ᾽. 2) Τὸ μέρος ὅπου φυλάσσονται καρποὶ κττ. ἀποθήκη: Τό ’χου ἀπουθισ’μα͜ιὸ αὐτὸ ἰγώ, βάνου οὕλα τὰ ἡδύσματά μ’ μέσα. Συνών. ἀποθετάρι 1, ἀποθηκάρι 2, ἀποθήκη 2, κελλάρι. β) Ποσὸν ὅσο χωρεῖ ἡ ἀποθήκη: Ἔ’ ἕν᾿ ἀπουθισ’μα͜ιὸ φασούλιˬα-καρύδιˬα. Ἀπουθισ’μα͜ιὰ ἀπὸ σ’τάριˬα. 3) Τὸ οἱονεὶ ἐν ἀποθήκῃ ἀποκείμενον ἢ κεκρυμμένον, θησαυρὸς κεκρυμμένος: Σ᾿ αὐτὴν τ᾿ν οἰκουγένε͜α ἔ’ τ᾽ ἀπουθισ’μα͜ιό τ᾿ς ἡ γρα͜ιά. Μέσ ’ς τ’ ρίζα ᾽π’ τοὺν ἔλατου, καθὼς ἔσκαβι, ηὗρι τοὺ κακκὰβ' μὶ τὰ φλουριˬά, ἰκεῖ εἶχι τ᾽ ἀπουθισ’μα͜ιό τ’ κάπο͜ιους κλέφτ’ς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA