ἀποθετάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθετάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποθετάρι τό, Χίος (Νένητ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀποθετάριον.

Σημασιολογία

1) Μέρος τῆς οἰκίας ἔνθα ἀποτίθενται πρὸς φύλαξιν διάφορα ἀντικείμενα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποθεσιμα͜ιὸ 2. 2) Μέρος κατάλληλον πρὸς ἀπόθεσιν φερομένου βάρους διὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον ὁ φέρων, οἷον λίθος, ἀνάλημμα, τοῖχος κττ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀπόθεμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/