ἀποθηκάριος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθηκάριος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποθηκάριος ὁ, λόγ. κοιν. ᾽πουτιχάρο Καλαβρ. (Μπόβ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀποθηκάριος.

Σημασιολογία

1) Ἐπιστάτης ἀποθήκης ἰδιωτικῆς ἢ δημοσίας λόγ. κοιν. 2) Ἔμπορος, ἰδιοκτήτης ἐμπορικοῦ καταστήματος Καλαβρ. (Μπόβ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/