ἀποθήκεμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθήκεμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποθήκεμαν τό, Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθήκω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποθέτω.

Σημασιολογία

1) Ἡ εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἠλακάτης προσαρμογὴ τῆς πρὸς νῆσιν κλωστικῆς ὕλης. Συνών. ἀποθήξιμον. 2) Κατάκλισις πρὸς ὕπνον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/