ἀποθήκη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθήκη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποθήκη ἡ, λόγ. κοιν. ὑποθήκῃ Σέριφ. ὑποθήτση Μύκ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀποθήκη. Ὁ τύπ. ὑποθήκη καθ’ ὑποκατάστασιν καὶ παρεκδοχὴν τοῦ λογ. ὑποθήκη.

Σημασιολογία

1) Οἰκοδόμημα πρὸς ἐναπόθεσιν ἢ φύλαξιν ἐμπορευμάτων: ᾽Αποθήκη ἁλατιˬοῦ-καπνοῦ-σύκων κττ. ᾿Απὸ τὴν μανία τῶν ψαριˬῶ κλέβγα dοὶς ὑποθῆκες τοῦ Γρόμα Σέριφ. Εἴκοσι βούιˬα θὰ βάλω ᾿ς τὸ φοῦρνο τσαὶ θὰ ’σ’ τὰ βάλω σὲ μιˬὰν ὑποθήτση Μύκ || Φρ. Κάνω ἀποθήκη (συσσωρεύω, ἐναποθηκεύω) Κρήτ. || ᾎσμ. ’Απῆς καὶ τοῦ τὰ πήγανε, τὰ ᾿καμεν ἀποθήκη. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ. 6,97,5 «φρούριον ᾠκοδόμησαν ὅπως εἴη αὐτοῖς . . . τοῖς τε σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη». 2) Καθόλου, πᾶς ἰδιαίτερος τόπος πρὸς ἐναπόθεσιν ποσότητος πραγμάτων κοιν.: Ἡ ἀποθήκη τοῦ σπιτιˬοῦ-τοῦ μαγαζιˬοῦ κττ. κοιν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν Πβ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 9 «ὥστε . . . ἀποθήκης τε μεγάλης ἐν οἰκίᾳ δεῖσθαι». Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀπουθήκα Χίος (Μεστ.) ᾽Αποθῆκες Ἄνδρ. Κρήτ. Σῦρ ᾿Αποθῆτσες Τῆν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποθεσιμα͜ιὸ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/