ἀποθρακώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθρακώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποθρακώνω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀπορθακώνω Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θρακώνω.

Σημασιολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θρακώνω. 1) Παύω νὰ εἶμαι ἠνθρακωμένος, πεπυρακτωμένος, σβήνω ἔνθ’ ἀν.: Τὰ καρβών ἐπεθράκωσαν Χαλδ. Τὸ μαγκάλ’ ἐπεθράκωσεν Τραπ. 2) Ἔχω φλόγωσιν τοῦ προσώπου, ἀνάβω Πόντ. (Χαλδ.): Ὁ πρόσωπος-ι-μ’ ἐθράκωσεν κ᾿ ἐπερθάκωσεν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/