ἀποθυμίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθυμίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποθυμίδα ἡ, ἀμάρτ. ᾿πουφουμίδα Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθυμίζω, παρ᾿ ὃ καὶ ᾿πουφουμίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδα.
Σημασιολογία
Σιωπηρὰ ἐξόργισις καὶ ἀποχώρησις, θυμός, ἰδίᾳ ἐπὶ παιδίων: ’Πουφουμίδα ’χομε πάλι ἀπόψε. Ἡ ᾽πουφουμίδα dου βαστᾷ καὶ δέκα μέρες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA