ἀποκαηˬματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαηˬματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαηˬματίζω Κρήτ. (Λατσίδ. Σέλιν. Σητ. κ.ἀ.) ἀποηˬκαματίζω Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κάηˬμα.
Σημασιολογία
1) Παίρνω τὸν καηˬμό, στενοχωροῦμαι διὰ κἄτι, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπέλαυσα (ἐνταῦθα ἡ ἀπὸ μετὰ ἐπιτατικῆς σημασίας) Κρήτ. (Λατσίδ. κ.ἀ): ᾿Εφάγανε ὅλο τὸ φαεῖ κ’ ἐγὼ δὲν ηὗρα νὰ φάω κιˬ ἀποκαηˬμάτισα Λατσίδ. ᾽Επῆγα νὰ δῶ τὴν ἀγαπητικε͜ιά μου, δὲ dὴν ηὗρα κι ἀποκαηˬμάτισα αὐτόθ. ᾽Απὸ ’κεινὰ τὴ gωπελλιˬὰ διˬάφορο δὲν ἔχεις, μόνο μὴ τζὴ σιμώνῃς ν’ ἀποκαηˬματίζῃς μόνο Κρήτ. 2) Ἐκπληρῶ τὸν πόθον μου, λαμβάνω τι. ἐπιθυμητόν, ὁπωσδήποτε ἐπιτυγχάνω τοῦ ποθουμένου καὶ οὕτω εὐχαριστοῦμαι, ἱκανοποιοῦμαι (ἐνταῦθα ἡ ἀπὸ μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς ἀποβολῆς) Κρήτ. (Σητ.): Ἄσ' τονε ν’ ἀποηˬκαματίσῃ κιˬ ἀπόκε͜ιας θά ᾿ρθῃ. ᾿Επήγενε ᾿ς τῆς ἀρραβωνιαστικε͜ιᾶς του ν᾿ ἀποκαηˬματίσῃ. β) Περνῶ τὴν ὥρα μου εὐαρέστως Κρήτ (Σέλιν.): Ἄdεστε νὰ ροζονάρωμε ν’ ἀποκαηˬματίσωμε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA