ἀποκαΐδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαΐδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκαΐδι τό, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κέρκ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν. Σουδεν.) -ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 93
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκαίω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὑπολειπόμενον ἐκ τῆς καύσεως ξύλον, τὸ ἀπομεινάρι τοῦ δαυλοῦ ἔνθ’ ἀν.: Βγάλ’ τ’ ἀποκαΐδιˬα νὰ τὰ σβήσουμε Μάν. || ᾎσμ. Κιˬ ἀσίκης ἔγινε πουλλὶ νὰ κλαίῃ τ’ ἀποκαΐδιˬα Σουδεν. -Ποίημ. Μαῦρες τῶν Τούρκων οἱ ψυχὲς ὡσὰν τ᾿ ἀποκαΐδιˬα ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀποδαύλι 1, ἀπόκαμα, ἀποκάμιν, ἀποκαούδι 1, ἀπόκαυτρο, δαυλί. Πβ. ἀποκάι 2. 2) Συνεκδ. τὸ διὰ πυρὰν κατάλληλον ξύλον Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Μαζεύοντας κλαδιˬὰ κιˬ ἀποκαΐδιˬα δέντρου κομμένου ἄναψε φωτιˬὰ νὰ πυρωθῇ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA