ἀποκακαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκακαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκακαρώνω ᾽Αθῆν. Σαλαμ. -ΔΚαμπούρογλ. ᾿Αθηναϊκ. διηγ. 81 ἀποgαgαρώνω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κακαρώνω.
Σημασιολογία
1) Ναρκοῦμαι ὑπὸ τοῦ ψύχους, παγώνω ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Τ’ ἀποκακάρωσε (ἀπέθανε) ᾿Αθῆν. Σαλαμ. 2) Μεταφ. πάσχω οἱονεὶ λιποθυμίαν Α.Κρήτ.: Ἐποgαgάρωσε νὰ γελᾷ (συνών. φρ. ξεράθηκε ’ς τὰ γέλιˬα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA