ἀποκαλόγερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαλόγερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποκαλόγερος ὁ, ἀμάρτ. ἀποκαλόερος Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. καλόγερος.

Σημασιολογία

Ὁ ἀποβαλὼν τὴν μοναχικὴν ἰδιότητα. Πβ. ἀπόδιˬακως, ἀπόπαππας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/