ἀποκάμιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκάμιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκάμιν τό, Πόντ (Κερασ. Ὄφ. Σαράχ.) ἀποκάμι Πόντ. (Ὄφ.) ἀποκάμ’ Πόντ. (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόκαμα.

Σημασιολογία

Τὸ ἐκ τῆς καύσεως ὑπολειφθὲν ξύλον εἴτε καιόμενον ἔτι εἴτε ἐσβεσμένον ἔνθ’ ἀν.: Ἔρπαιξεν τ᾽ ἀποκάμ’ κ᾽ ἐφόρτωσέ με ἕναν ’ς σὴ ράαν (καὶ μοῦ ἔδωσε μιὰ 'ς τὴν πλάτη) Τραπ. Χαλδ. ’Αφμένον ἀποκάμ’ μὴ λαΐῃς (ἀναμμένο δαυλὶ μὴ κινῇς) Χαλδ. Τὰ ποδάρ σ' ἅμον ἀποκάμ εἶν᾿ (ἀκάθαρτα) Κοτύωρ. Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκαΐδι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/