ἀποκάμωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκάμωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκάμωμα τὸ, Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκάνω.

Σημασιολογία

1) Καταπόνησις σωματική, ἔλλειψις δυνάμεως πρὸς ἐνέργειαν: 'Εχω ἕνα ἀποκάμωμα ποῦ δὲ φαντάζεσαι! Συνών. ἀπόσταμα, κούρασι. 2) ᾿Ηθικὴ ἐξάντλησις, ἀπελπισία: ᾽Απελπίστηκα πεˬά, μ᾽ ἔφερε ’ς τ’ ἀποκάμωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/