ἀποκαντήλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαντήλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκαντήλισμα τό, ἀμάρτ. Πληθ. ἀπουgαd’λίσματα Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀποκανδήλισμα.

Σημασιολογία

Τὸ ὕδωρ τῆς πρὸ τοῦ ἐσταυρωμένον Χριστοῦ ἀκοιμήτου κανδήλας ὑπὲρ τὴν ἁγίαν Τράπεζαν λαμβανόμενον καὶ πινόμενον ὑπὸ ἀσθενῶν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Δουκ. Append. altera ἐν λ. κανδήλα «τὸ ἀποκανδήλισμα τῆς ὕπερθεν τοῦ ἱεροῦ τάφου εὑρ<ισκ>ομένης ἐκπιὼν κανδήλης». Συνών. ἀπομύρωμα, ἀπόνιμμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/