ἀποκαρδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαρδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαρδίζω Πελοπν. (Κορινθ. Μάν. Τριφυλ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ᾽ποκαρdίζω Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. καρδία. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ξεκαρδίζω.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Κάμνω τινὰ νὰ χάσῃ τὸ θάρος του, ἀποθαρύνω ἔνθ’ ἀν.: Μὴν τὸ ἀποκαρδίζῃς τὸ παιδὶ Κορινθ. Ν᾽ ἐποίν᾽να ἕνα δουλεία ταὶ ὁ τσύρι μ᾽ ἐπεκάρδισε με Ὄφ. Τοὺπ ἐπεκάρδιξε με (τοὺπ=ἐντελῶς) Κοτύωρ. β) Κάμνω τινὰ ἀπρόθυμον νὰ πράξῃ τι Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ἀποκαρδώνω. 2) ’Αμτβ. ἀποθαρύνομαι Ρόδ. Β) Μέσ. 1) Χάνω τὸ θάρος μου, ἀποθαρύνομαι, ἀπογοητεύομαι ἔνθ’ ἀν.: ’Εντῶκε με ὁ δάσκαλον κ᾿ ἐπεκαρδίγα ἀσ’ σὰ γράμματα Τραπ. 2) ’Επὶ γέλωτος, ἐκθνήσκω, ξεκαρδίζομαι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): ᾿Επεκαρδίγαμε ἀσ’ σὰ γέλ Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA