ἀποκατάστασι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκατάστασι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποκατάστασι ἡ, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀποκατάστασις.

Σημασιολογία

Γάμος, ὑπανδρεία, ἐπὶ τῶν τέκνων καὶ ἰδίᾳ θηλέων: Ἔκαμε καλὴ ἀποκατάστασι. Ὁ δεῖνα ἔχει δυˬὸ κόρες γιˬ’ ἀποκατάστασι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/