ἀποκαταστένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαταστένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαταστένω λογ. σύνηθ. ἀποκαταστήνω Ἄνδρ. κ.ἀ. ἀπουκαταστένου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. καταστένω.
Σημασιολογία
1) ’Αποκαθιστῶ εἰς τὸ ὀρθόν, εἰς τὸ προσῆκον Κάρπ. κ.ἀ.: Διˬαρμίζει τὸ σπίτι καὶ σιανὰ σιανὰ τὸ ἀποκαταστένει ὅπως ἦτο πρωτύτερα (σιανὰ=σιγανά). β) Ἐπὶ ἀγρῶν, ἀμπελώνων κττ., διὰ τῆς ἐργασίας μου δημιουργῶ, ἀποκτῶ Ἴμβρ.: ᾿Απουκαταστήσαμ’ πέdι παραδιˬῶ χτήματα. Συνών. ἀναστένω 7. 2) Κάμνω τινὰ ἀνεξάρτητον τῆς πατρικῆς προστασίας εἴτε ἐπαγγελματικῶς εἴτε διὰ γάμου, ἐπὶ τέκνων, θυγατέρων, ὑπανδρεύω σύνηθ.: Ὁ δεῖνα ἀποκατάστησε ὅλα τὰ κορίτσιˬα του-τὰ παιδιˬά του. Ἕνα κορίτσι τό ’χει κιˬ αὐτὸς καὶ δὲ μπόρεσε νὰ τὸ ἀποκαταστήσῃ. Ἡ δεῖνα ἀποκαταστήθηκε καλά. Ἡ μιˬὰ ἀδερφὴ εἶν᾽ ἀποκαταστημένη, ἡ ἄλλη ἀκόμα λεύτερη. Συνών. ἀποθέτω Β ΙΙΙ. β) Μέσ. νυμφεύομαι Ἄνδρ.: Πολλοὶ ξένοι ἀποκαταστήνουνται δῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA