ἀποκατεβάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκατεβάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκατεβάζω ἐνιαχ. ᾿ποκατεβάζω Κῶς κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κατεβάζω.

Σημασιολογία

Καταβιβάζω τελείως, τελειώνω τὸ κατέβασμα ἐνιαχ.: Ὅσο ν’ ἀποκατεβάσω ἐγὼ τὰ πράματα κάτω, σὺ πᾶς κ’ ἔρχεσαι ἐνιαχ. Ἔρκεται μέσα ἕνας μὲ δυˬὸ ὀκάδες μοῦτρα ’ποκατεβασμένα Κῶς

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/