ἀποκατινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκατινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποκατινὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀπουκατινὸς Πελοπν. (Οἰν.) ᾽ποκατινὸς Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποκάτω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀποκάτω, ὁ κάτωθέν τινος σύνηθ.: Τὰ ἀποκατινὰ δόντιˬα. Τὸ ἀποκατινὸ σπίτι-χωράφι κττ. Ὁ ἀποκατινὸς δρόμος. Ἡ ἀποκατινὴ ἐλα͜ιὰ σύνηθ. ᾿Αποκατινὲς ἔρχουdαι οἱ πέτρες (ρίπτονται οἱ λίθοι ἐκ τῶν κάτω, ἐκ τῆς κατωφερείας) Κρήτ. (Σητ.) ᾽Αποκατινὲς τσοὶ παίζει (ἐνν. τοὶς πέτρες) αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. Εἶδες ἀποκατινὸ νερό; τρούπωσε νὰ περάσῃ, εἶδες ἀποπανινὸ νερό; φεύγα νὰ μὴ σὲ πιˬάσῃ (ὅτι ἡ ἐκ τῆς νοτίου Μάνης βροχὴ εἶναι μικρᾶς διαρκείας, τοὐναντίον δὲ ἡ ἐκ τοῦ βορρᾶ) Λακων. 2) Οὐσ. α) ᾽Αρσεν. ἀποκατινός, τὸ ἀνδρικὸν μόριον Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) καὶ οὐδ. πληθ. ἀποκατινά, τὰ ἀνδρικὰ αἰδοῖα Πελοπν. (Μαζαίικ.): Φρ. Φτύσ’ τ᾽ ἀποκατινὰ σου! (ἀποδοκιμαστικὴ πρὸς ανοηταίνοντα). β) ἀποκατινὴ τοῦ ψωμιˬοῦ, ἡ κάτω σκληρὰ ἐπιφάνεια τοῦ ἄρτου Πελοπν. (Μάν. ’Ολυμπ.) Συνών. ἀποκαταριˬὰ 2, κατόψι. γ) ᾿ποκατινὴ ἡ, Ρόδ. ἀποκατελήνα, ὅ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA