ἀποκατσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκατσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκατσιˬάζω ἀμάρτ. ἀπουκατσιˬάζου Σαμοθρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κατσιˬάζω.

Σημασιολογία

Σκληρυνόμενος πάσχω ραγάδας: Βγῆκα ἀπ’ τ’ φουτγιˬὰ ᾿ζdοὺν ἀγία κὶˬ ἀπουκατσιˬάσαν τὰ χείληˬα μ’ (βγῆκα ἀπὸ τὴ φωτιὰ εἰς τὸν ἀέρα κτλ.) Συνών. ξεροσκάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/