ἀποκατωθεˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκατωθεˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποκατωθεˬὸ ἐπιρρ. Θρᾴκ. Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) Κρήτ. Λευκ. Σῦρ. ἀbοκατωθεˬὸ Κρήτ. (Σφακ.) ἀπουκατουθεˬὸ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ᾿ποκατωθεˬὸ Κρήτ. (Σητ.) ᾿ποκατωθκεˬὸν Κύπρ. ᾿πουκατωθκεˬὸν Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 3,74 ᾿ποκατωθεˬὸς Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποκάτωθεν.

Σημασιολογία

1) Ὑποκάτω, κάτωθεν ἔνθ’ ἀν.: ’Ποκατωθεˬὸς ᾽ς τὸ ’φάλι πονῶ Α.Κρήτ. Ξάνοιξε ᾽ποκατωθεˬὸς ᾿ς τὸν τράφο αὐτόθ. ᾿Απουκατουθεˬὸ ψῖχα (ὀλίγον κατωτέρω) Ζαγόρ. Τά ᾿βαλα ’κεῖ ἀbοκατωθεˬὸ Σφακ || ᾌσμ. Ἰσὺ ᾿ς τοὺ παραθύρι κ᾽ ἰγὼ ἀπουκατουθεˬό, μὶ χέριˬα σταυρουμένα κὶ σὲ παρακαλῶ Ζαγόρ. ’Σ τοῦ Θοδωρῆ ἀbοκατωθεˬὸ εἶν᾿ ἕνα βρυσαλάκι Σφακ. ’Ποπανωθεˬὸ ’ς τὰ γόνατα, ᾿ποκατωθεˬὸ ’ς τὸ ’φάλι Σητ. -Ποιημ. Τιˬ ὅντας καλορριζώσω ταὶ βκῶ ψηλὰ τιˬ ἀθ-θίσω ταὶ ᾿ποταυρίσω κλώνους, νὰ ᾿ρτῇς ᾿πουκατωθκεˬόν μου τὰ κάλ-λη, τοὺς ἀθ-θούς μου, γιὰ νὰ σοῦ τοὺς ραντίσω ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν, ὑπὸ τὴν διαταγὴν Σῦρ.: Τότες ἤτανε ἀποκατωθεˬὸ ἀπὸ τὴ Ρώμα οἱ ᾿Ανατολικοὶ Σῦρ. Ἡ χρῆσις καὶ ἐν Ερωφίλ. πρᾶξ. Β στ. 197 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «τσῆ τύχης ἀποκατωθεˬὸ βλέπω πῶς στέκουν οὕλοι».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/