ἀποκεινώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκεινώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκεινώνω Κίμωλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.) ’ποκεινώνω Πελοπν. (Μεσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς ἀντων. ἀποκεῖνος.
Σημασιολογία
1) Κάμνω τι τὸ ὁποῖον λησμονῶ ἢ ἀποφεύγω νὰ κατονομάσω ἔνθ’ ἀν.: Κάμε γλήορα, πότε θὰ ᾿ποκεινώσῃς τὰ σκουτιˬά; (θὰ πλύνῃς) Μεσσ. ’Ποκείνωσε τὴ δουλε͜ιὰ (ἐτελείωσε) αὐτόθ. 2) ’Επὶ αἰσχρᾶς σημασίας, μοιχεύω, συνουσιάζομαι ἔνθ’ ἀν.: Τὴν ἀποκείνωσε Βούρβουρ. Μετοχ. ἀποκεινωμένη=ἡ μὴ παρθένος Πελοπν. (Μάν.): Θέλει νὰ παντρευτῇ ’κείνη τὴν ἀποκεινωμένη. Συνών. ἀπαυτώνω, ἀποτετο͜ιώνω, τετο͜ιώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA