ἀποκεντρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκεντρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκεντρίζω, μέσ. ἀποτεντρίουμαι Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κεντρίζω.
Σημασιολογία
Αἰσθάνομαι ἐρυγάς, ἐρεύγομαι. Συνών. ἀναγουλιˬάζω 2, ἀναρρεύομαι 1, ρεύομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA