ἀποκεντῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκεντῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκεντῶ σύνηθ. ᾿ποτσεντῶ Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κεντῶ.
Σημασιολογία
1) Τελειώνω τὸ κέντημα σύνηθ.: Ποίημ. Ἡ λυγερὴ ἀποκέντησε τ’ ὡρα͜ιόπλουμο μαντήλι ΧΧρηστοβασ. ’Αγάπ. 2,81. 2) Τελειώνω τὸ χάραγμα πρὸς ἐκροὴν μαστίχης, ἐπὶ τῆς μαστιχοφόρου σχίνου Χίος: ᾿Επῆεν νὰ τσεντήσῃ τοὺς σκίνους τσαὶ σὰν τοὺς ἐποτσέντησεν, ἐπῆεν νὰ πάρῃ τὴν μπροστέλλαν της.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA