ἀπότυχο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότυχο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπότυχο τό, Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀποτυχής. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,105.

Σημασιολογία

Ἀποτυχία: Φρ. Ἐπῆρε τ’ ἀπότυχα (ἐπὶ τοῦ ἀποτυχόντος εἰς τὸν ἔρωτα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/