ἀποΰπνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποΰπνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποΰπνι τό, Πελοπν. (Μάν.) ἀποδύπνι Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ὕπνος. Τὸ ἀποδύπνι ἐκ τοῦ *ἀπογύπνι κατὰ τροπὴν τοῦ γ εἰς δ ὡς καὶ γύψος-δύψος, γιμέλλι-διμέλλι κττ.

Σημασιολογία

1)Ὁ κατὰ τὴν πρωίαν δεύτερος ὕπνος, ὅταν τις προηγουμένως ἔχῃ ἐγερθῆ διά τινα ἐργασίαν ἢ ἁπλῶς ἔχῃ ἐξυπνήσει καὶ κοιμᾶται ἐκ νέου Σύμ.: Πῆρε ἀποδύπνι. 2)Ὁ τελευταῖος ὕπνος ἔνθ’ ἀν.: Ἀπάνου ποῦ ἤμουνα ’ς τ’ ἀποΰπνι ἤρθανε καὶ μὲ ξυπνήσανε Μάν. Νὰ πάρῃ τ’ ἀποδύπνι Σύμ. Ἀντίθ. πρωτοΰπνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/