ἀποκερδαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκερδαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκερδαίνω Ἤπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀποκερδαίνω.
Σημασιολογία
᾿Απολαύω, κερδίζω, καρποῦμαι ἠθικῶς: ᾌσμ. Καινούργιˬα ἀγάπη καὶ παλα͜ιὰ μὲ βάλανε ᾿ς τὴ μέση καὶ δὲν ἠξεύρ’ ἀπὸ τοὶς δυˬὸ πο͜ιὰ θὰ μ’ ἀποκερδαίσῃ. Πο͜ιὸς εἶδε κλῆμα ᾿ς τὸ γιˬαλὸ ν’ ἀνθήσῃ καὶ νὰ δέσῃ καὶ πο͜ιὰ ἀγάπησε παιδὶ καὶ νὰ τ’ ἀποκερδαίσῃ. Συνών. ἀποκερδεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA