ἀποχὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποχὴ ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀποχή.
Σημασιολογία
Ἀπομάκρυνσις, ἀποφυγὴ λόγ. σύνηθ.: Κάνω ἀποχὴ ἀπὸ τὸ δεῖνα ποτὸ-φαγητὸ κττ. λόγ. σύνηθ. || ᾎσμ. Ἔρωτα, κάνε ἀποχή, μέσ’ ’ς τὴν καρδιˬὰ μὴ ’γγίζῃς, κορίτσι δεκοχτὼ χρονῶ τόσο μὴ τ’ ἀδικίζῃς Ἰων. (Κρήν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA