ἀποκεφαλέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκεφαλέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποκεφαλέα ἡ, Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ οὐσ. κεφάλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -έα , δι᾿ ἣν ἰδ. –εˬά.

Σημασιολογία

Ράπισμα κατὰ τῆς κεφαλῆς: Ἕναν ἀποκεφαλέαν ἐδῶκα ἀτον. ᾿Εφαγεν τὴν ἀποκεφαλέαν. Συνών. κατακεφαλεˬά, κατραπακεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/