ἀποφαγούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφαγούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφαγούδι τό, Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Φεν.) κ.ἀ. ἀπουφαγούδ’ Κυδων. ἀποφαούδι Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) κ.ἀ. ἀπουφαούδ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποφάουδο Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποφάγει, δι’ ὃ ἰδ. ἀποφάει, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ., ἀποφάει1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἐπῆε κ’ ἤφαε ἀπὸ ὅλα τὰ πιˬάττα κ’ ἤκαμε τὸ φαεῖ ὅλο ἀποφαούδιˬα Κρήτ. Ἀποφαγούδιˬα τοῦ σκύλλου τσιμποῦν οἱ--ὄρνιθες αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA