ἀποκιˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκιˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκιˬώνω Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Λεβέτσ Μάν. κ. ἀ.) Μέσ. ἀπουκιˬώνουμι Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κιˬώνω.
Σημασιολογία
1) Συμπληρῶ ἀριθμὸν ἢ ποσὸν Πελοπν. (Λακων. Λεβέτσ. Μάν.): Τὰ ἀπόκιˬωσα δέκα Μάν. 2) Καθόλου, συμπληρῶ ἐργασίαν, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Λεβέτσ. Μάν. κ.ἀ.): Ν' ἀποκιˬώσω τὸ ράψιμο κ᾽ ἔφτασα Λακων. 3) Μέσ. παραδέχομαι, ἀσπάζομαι τὴν γνώμην τινός, συμφωνῶ μετά τινος Σάμ: Τώρᾳ δὲν τ’ ἀπουκιˬώνιτι, μόνου πιˬάν’ τὰ κάκανα (δὲν τὰ παραδέχεται, ἀλλὰ γελᾷ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA