ἀποκκούμπημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκκούμπημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκκούμπημα τό, ἀπακκούμπημα Θήρ. ἀπουκκούμπ’σμα Ἤπ. ᾿ποκκούμπισμαν Κύπρ. ἀποκκούμπημα πολλαχ. ἀπουκκούμπ’μα Μακεδ. (Καταφύγ.) ᾿ποκκούbημα Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκκουμπῶ.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἀποκκουμπήσῃ, νὰ στηριχθῇ τις κἄπου συνήθως πρὸς ἀνάπαυσιν Πελοπν. (Μάν.): Ἦρθα ζαλωμένη ἀπὸ τὸ χτῆμα ὥς ἐδῶ δίχως νὰ κάνω κἀνένα ἀποκκούμπημα πουθενά. ’Σ τὸ πρῶτο ἀποκκούμπημα νὰ φάμε κἀμμιˬὰ μπουκεˬά, γιατὶ πείνασα. 2) ’Αποκκούμπα 1, ὃ ἰδ.: Ηὗρες τὴν πεζούλλαν καλὸν ’ποκκούμπισμαν Κύπρ. Εἶναι γιˬὰ ᾿ποκκούbημα Σῦρ. 3) ᾿Αποκκούμπα 2, ὃ ἰδ., πολλαχ.: . Ἔχει τὸ γιˬό του ἀποκκούμπημα ’ς τὰ ὑστερ’νά του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA