ἀποκκούμπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκκούμπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκκούμπι τό, ἀπακκούμπι Πελοπν. (Λακων.) ἀπακκούbι Βιθυν. (Κατιρ. Θήρ.) κ.ἀ. ἀπακκούμπ’ Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἀποκκούμπι κοιν. ἀποκκούbι πολλαχ. ἀπουκκούμπ’ βόρ. ἰδιώμ. ἀπουκκούb’ πολλαχ. βόρ. ἰδιώμ. ’ποκκούμπιν Κύπρ. ἀποούγκι Τσακων. ἀπακκούμπιˬο Ἤπ, ἀποκκούμπιο Ζάκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Κέρκ. (᾽Αργυρᾶδ.) Χίος (Νένητ.) κ.ἀ. ἀποκκούbιˬο Ἄνδρ. Κεφαλλ. ἀπουκκούμπιˬου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκκουμπῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,67. Ὅτι ἡ λ. παλαιὰ μαρτυρεῖ τὸ μεσν. ἀπαγκούμπιον. Πβ. Φλώρ. καὶ Πλάτζια Φλώρ. στ. 1151 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 298) «’ς τὴν ὕστερόν μου τὴν ζωὴν νὰ σ᾿ εὕρω ἀπαγκούμπιον».
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ τόπος ὅπου δύναταί τις νὰ ἀκκουμπίσῃ, νὰ στηριχθῇ, οἷον στήριγμα, ὑπόβαθρον κττ. κοιν. καὶ Τσακων.: Ἐδῶ βρῆκα ἀποκκούμπι καὶ θὰ στρογγυλοκαθίσω κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκκούμπα 1. β) Μέρος τῆς οἰκίας ὅπου ἀποθέτομεν διάφορα πράγματα πρὸς ἀποθήκευσιν Ἄνδρ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ.): Αὐτὴν τὴν κάμαρα τὴν ἔχω ἀποκκούbι Ἄνδρ Συνών. κελλάρι. 2) Μέρος ὅπου εὑρίσκει κἀνεὶς ὑποδοχὴν καὶ ἀνάπαυσιν κοιν.: Τό ’χω ἀποκκούμπι τὸ σπίτι τοῦ ἀδερφοῦ μου-τῆς θείας μου κττ. Β) Μεταφ. 1) Καταφύγιον, προστασία κοιν.: Δὲν ἔχω πουθενὰ ἀποκκούμπι τώρᾳ ποῦ πέθανε ὁ πατέρας μου. ᾿Εγὼ ἐσένα ἔχω ἀποκκούμπι. Βρῆκεν ἀποκκούμπι. Ἄλλοὶ ᾿ς ἐκεῖνον ποῦ δὲν ἔχει ἀποκκούμπι! ’Σ τὴν ξενιτει͜ὰ ’ς τὴν ἀρχὴ πρέπει νά ᾿χῃς κἀνένα ἀποκκούμπι κοιν. Ἔχουν ἄλλον ἀπὸ μένα ἐδῶ ᾿ς τὸ χωριˬὸ κώνσολα κιˬ ἀποκκούμπι! ἐγὼ εἶμ’ ἐδῶ, ποι͜ὸς θ᾽ ἀποκοτήσῃ νὰ σᾶς πειράξῃ; ΑΠαπαδιαμ. Τὰ μετὰ θάνατ. 15 || ᾎσμ. Δῶσ’ τηνε, μάννα μ᾽, δῶσ᾿ τηνε τὴν Ἀρετὴ ’ς τὰ ξένα, ποῦ ’μαι κ’ ἐγὼ πραματευτής, ποῦ ’μαι κ’ ἐγὼ διˬαβάτης, γιˬὰ νὰ περνῶ νὰ τρώ’ ψωμί, νὰ τό ’χω γιˬ’ ἀποκκούμπι Πελοπν. (Λακων. Ἦλ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκκούμπα 2. 2) Στήριγμα, οἷον κτῆμα, χρῆμα κττ. πολλαχ.: Δουλεύω νὰ κάμω τίποτα γιˬὰ νά ’χω σὰ γεράσω ἕν᾽ ἀποκκούμπι πολλαχ. Ξέρει τὴν τέχνη του, ἔχει καὶ λίγο χτῆμα γιˬ’ ἀποκκούμπιˬο ᾽Αργυρᾶδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA