ἀποφαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφαίνω, ἀποϋφαίνω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν.) ἀποφαίνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος ἀπουφαίνου Λέσβ. ’ποφαίνω Κάρπ. ’πουϋφαίνου Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φαίνω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὴν ὕφανσίν τινος ἔνθ’ ἀν.: Ἐπόφανα τὸ παννὶ Χίος Δὲ d’ ἀποφαίνεις σήμερα, πολὺ εἶν’ ἀκόμα Ἀπύρανθ. Ἀποῢφανε τὸ παννὶ Μάν. || ᾎσμ. Ἄι το τὸ παντέρημο, τὸ τρισερημασμένο, π’ ἀκόμα ἐμένα ’λίμενε νά ’ρτω νὰ τὸ ’ποφάνω Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA