ἀποκκουμπίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκκουμπίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκκουμπίδι τό, Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 18 ἀπακκουμπίδιˬο Πελοπν. (Πάτρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκκουμπίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίδι ὡς καὶ ξεκκουμπίζω-ξεκκουμπίδι κττ.

Σημασιολογία

1) Ὅπου τις δύναται νὰ ἀκκουμβίσῃ, νὰ στηριχθῇ Πελοπν. (Πάτρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκκούμπα 1. 2) Ἐρεισίνωτον Α’Εφταλ. ἔνθ’ ἀν.: Καρέγλες, ἀπὸ κεῖνες μὲ τὸ μονὸ τ᾿ ἀποκκουμπίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/